Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ενδόκαρπος

From LSJ
Revision as of 11:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που καρποφορεί εσωτερικά
2. το ουδ. ως ουσ. τα ενδόκαρπα
τα κνιδόζωα τών οποίων τα γεννητικά προϊόντα παράγονται από το ενδόδερμα.