κλιμακτήριος

From LSJ
Revision as of 11:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

-ο θηλ. και -α κλιμακτήρ
(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η κλιμακτήριος και το κλιμακτήριο
η εποχή της εμμηνόπαυσης στις γυναίκες και, γενικά, η περίοδος της ζωής κατά την οποία επέρχεται βαθμιαία εξασθένηση και κατάπαυση τών γεννητικών λειτουργιών.