πολύνευρος
From LSJ
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύνευρος, -ον ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά νεύρα, πολλές νευρώσεις («πολύνευρα φύλλα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύνευρον
το φυτό αρνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νευρος (< νεῦρον), πρβλ. ά-νευρος].