πολύνευρος
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύνευρος, -ον ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά νεύρα, πολλές νευρώσεις («πολύνευρα φύλλα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύνευρον
το φυτό αρνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νευρος (< νεῦρον), πρβλ. άνευρος].