ωδικός
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
Greek Monolingual
-ή, -ό / ᾠδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ᾠδή
ο επιδέξιος, ο ικανός στο να τραγουδά
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η ωδική
α) η τέχνη του τραγουδιού
β) το μάθημα της φωνητικής μουσικής
2. φρ. «ωδικά πτηνά» — πτηνά που έχουν μελωδική φωνή
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ᾠδικός
ο μουσικός.
επίρρ...
ωδικώς /ᾠδικῶς, ΝΜΑ
κατά τρόπο ωδικό.