κουρούπι
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
Greek Monolingual
το
1. είδος πήλινου δοχείου, στο οποίο συνήθως φυλάσσονται στερεά προϊόντα
2. υπόλειμμα σπασμένης στάμνας που αποτελείται από τη βάση και τα τοιχώματα και χρησιμοποιείται για να πίνουν νερό οι κότες
3. παροιμ. «το κακό κουρούπι δεν τσακίζεται» — κανένα κακό δεν χάνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορούπιον (με αφομοίωση) > κορύπιον (υποκορ. του κορύπη), με τροπή του -υ- σε -ου- (πρβλ. τουλούπα < τολύπη)].