απολυτίκιο

From LSJ
Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

το (AM ἀπολυτίκιον, μσν. κ. -τίκιν)
τροπάριο που ψάλλεται στη μνήμη αγίου ή εορτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όπως το απολυτική επιστολή του μεσαίωνα έγινε αργότερα απλώς απολυτική, έτσι και το απολυτικός ύμνος, δηλ. ο ύμνος που ψαλλόταν κατά την λήξη της λειτουργίας, έγινε απλώς απολυτικός. Από το ουσιαστικοποιημένο αυτό απολυτικός σχηματίστηκε το απολυτίκιον (πρβλ. αποστολικός > αποστολίκιον κ.ά.) (Ανθ. Παπαδόπουλος, «Αθηνά» 40)].