ἐξάρνησις, η (Α) εξαρνούμαι1. απόλυτη άρνηση («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», Πλάτ.)2. εκκλ. αποκήρυξη, απάρνηση («ἐξάρνησις τοῦ βαπτίσματος», Ειρηναίος).