ομόζυξ

From LSJ
Revision as of 12:45, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

ὁμόζυξ, -υγος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
1. ομόζυγοςὁμόζυξ μετὰ τοῦ ἡνιόχου πρὸς ταῡτα ἀντιτείνει», Πλάτ.)
2. σύζυγος
αρχ.
1. μτφ. αυτός που έχει το ίδιο αξίωμα με κάποιον άλλο
2. φρ. «ὁμόζυγες λίθοι» — λίθοι του ίδιου είδους με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ζυξ (βλ. λ. ζυγός), πρβλ. νεό-ζυξ].