πεντάτροπος

From LSJ
Revision as of 12:50, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

German (Pape)

[Seite 557] von fünffacher Art, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάτροπος: -ον, ὁ κατὰ πέντε τρόπους, πεντάτροπος κίνησις, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ψευδο-Διονύσ. 1080D.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πέντε τρόπους ή αυτός που εμφανίζεται σε πέντε τρόπους («πεντάτροπος κίνησις τοῦ ἡλίου», Ψ. Διον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + τρόπος (πρβλ. τετρά-τροπος)].