εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται γύρω από τον μηρό («τοῑς περιμήροις τοῦ σώματος μέρεσι», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μηρός.