οπωσδήποτε

From LSJ
Revision as of 12:55, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280

Greek Monolingual

ὅπως δήποτε και ὁπωσδήποτε)
επίρρ. με οποιονδήποτε τρόπο («πέπρακται νυνὶ τοῦθ' ὁπωσδήποτε», Δημοσθ.)
νεοελλ.
εξάπαντος, όπως και να έχει το πράγμα («θα έλθω οπωσδήποτε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. ὅπως δήποτε.