Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιδίνηση

From LSJ
Revision as of 13:00, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514

Greek Monolingual

η / περιδίνησις, -ήσεως, ΝΜΑ περιδινώ
περιστροφή, κυκλοτερής κίνηση, στροβιλισμός (α. «περιδίνησις τοῦ ἀέρος» β. «περιδίνησις τροχοῡ» γ. «περιδίνησις τρυπάνου»)
νεοελλ.
(αεροπ.) είδος ακροβασίας κατά την οποία το αεροσκάφος πραγματοποιεί κατακόρυφη σχεδόν κάθοδο με μεγάλη ταχύτητα και με ελικοειδή κίνηση.