director
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
subs.
dīrēctŏr, ōris, m. (dirigo), guide, directeur : Iren. Hær. 4, 21, 3.
dīrēctor, ōris, m. (dirigo), der Lenker, Leiter, Interpr. Iren. 4, 21, 3.
διϊθυντής, διακυβερνητικός, διιθυντήρ, ἀρχιτεκτονικός
director directoris N M :: director