ἄμωτον
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
German (Pape)
[Seite 147] τό, Kastanienbaum, Ath. II. 54 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμωτον: τό, = καστάνειον Ἀθήν. 54D.
Spanish (DGE)
-ου, τό
castaña Agelochus en Ath.54d.
• Etimología: Etim. desconocida.
Greek Monolingual
ἄμωτον, το (Α)
καρπός της καστανιάς, κάστανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ.].
Frisk Etymological English
Meaning: = καστάνειον
See also: μότα
Frisk Etymology German
ἄμωτον: {ámōton}
Meaning: = καστάνειον (Ageloch. ap. Ath. 2, 54d).
Etymology : Herkunft unbekannt.
Page 1,100