ἐνδόμησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A thing built in, structure, τοῦ τείχους Apoc.21.18; esp. mole or breakwater, J.AJ15.9.6; cf. ἐνδώμησις.
German (Pape)
[Seite 835] ἡ, das Hineinbauen, das Hineingebau'te, Pfeiler, N. T; ein Hafendamm, Molo, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδόμησις: -εως, ἡ, οἰκοδόμησις, τὸ κτίσιμον, καὶ ἦν ἡ ἐνδόμησις τοῦ τείχους αὐτῆς ἴασπις Ἀποκάλ. Ἰω. κα΄, 18: - χειροποίητος λιμήν, προκυμάτιον, «μῶλος» Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 pilier, assise d’un bâtiment;
2 môle, digue.
Étymologie: ἐνδομέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 muelle, malecón ἡ δὲ ἐ., ὅσην ἐνεβάλετο κατὰ τῆς θαλάσσης I.AI 15.335.
2 construcción, edificio τῆς δὲ ἐνδομή[σεως κρατήσ] ει ἕκαστος αὐτῶν τὸ ἴδιον μέρος cada uno de ellos será dueño del edificio según la parte que le corrresponde, PDura 19.15 (I d.C.).
English (Strong)
from a compound of ἐν and a derivative of the base of δῆμος; a housing in (residence), i.e. structure: building.
Greek Monotonic
ἐνδόμησις: -εως, ἡ (ἐν, δόμος), οικοδόμηση, κτίσιμο, ανέγερση, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐνδόμησις: εως ἡ строительный материал: ἡ ἐ. τοῦ τείχους ἴασπις (sc. ἐστίν) NT стена построена из яшмы.
Middle Liddell
ἐνδόμησις, εως n [ἐν, δόμος
structure, NTest.
Chinese
原文音譯:™ndÒmhsij 恩-多姆西士詞類次數:名詞(1)
原文字根:在內-建造(著)
字義溯源:在住宅內,造,建造,建築物,建造材料;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(δῆμος)=公眾)組成;而 (δῆμος)出自(δέω)*=捆綁)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 是由⋯造的(1) 啓21:18