προσωπολήμπτης

From LSJ
Revision as of 21:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source

Russian (Dvoretsky)

προσωπολήμπτης: v. l. = προσωπολήπτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσωπολήμπτης -ου, ὁ [πρόσωπον, λαμβάνω] partijdig.

Chinese

原文音譯:proswpol»pthj 普羅士-哦坡-累普帖士

詞類次數:名詞(1)

原文字根:向著-意圖-得(者)

字義溯源:以貌取人,偏待人;由(πρόσωπον)=面前)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成,其中 (πρόσωπον)又由(πρός)=向著)與(ὠφέλιμος)X=容貌)組成,而 (πρός)出自(πρό)*=前), (ὠφέλιμος)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)

出現次數:總共(1);徒(1)

譯字彙編

1) 偏待人(1) 徒10:34