носильщик
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
Russian > Greek
φορειαφόρος, φορεύς, σκευοφόρος, προὔνεικος, προὔνικος, φορμοφόρος, ἀγωγεύς