труднопроходимый
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
Russian > Greek
ἄπορος, δύσβατος, δυσπόρευτος, δύσπορος, δυσπέρατος, δυσδιάβατος, δυσπάριτος