увенчанный
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Russian > Greek
ἐπιστεφής, ἐνδυτός, καλαμοστεφής, καταστεφής, περίστεπτος, περιστεφής
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
ἐπιστεφής, ἐνδυτός, καλαμοστεφής, καταστεφής, περίστεπτος, περιστεφής