обходить молчанием
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Russian > Greek
παρατρέχω, ὑποσιωπάω, παραλείπω, διασιωπάω, παρασιωπάω, κατασιωπάω
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
παρατρέχω, ὑποσιωπάω, παραλείπω, διασιωπάω, παρασιωπάω, κατασιωπάω