παρασιωπάω
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
A pass over in silence, omit mention of, τι Hyp.Oxy. 1607.69, Plb.2.13.7, LXX Ps.108(109).1, Phld.Rh.2.293 S.:—Pass., Plb.6.11.8, Alex.Fig.1.16.
2 keep silence, περί τινος Plb.24.10.7, D.S.30.9: abs., LXX Ge.34.5, al., Plb.22.4.16, al.; stand by in silence, of the chorus, Hsch. S. V. διαύλιον; also παρασιωπῶν· μακροθυμῶν, Id.
German (Pape)
[Seite 498] bei Erwähnung einer Sache Etwas verschweigen oder übergehen, συνθήκας, ἐν αἷς τὴν Ἰβηρίαν παρεσιώπων, Pol. 2, 13, 7; περί τινος, 20, 11, 1 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
παρασιωπῶ :
passer sous silence : τι qch.
Étymologie: παρά, σιωπάω.
Russian (Dvoretsky)
παρασιωπάω:
1 хранить молчание, молчать (περί τινος Polyb.);
2 умалчивать, обходить молчанием (τι Polyb., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παρασιωπάω: παρέρχομαί τι ἐν σιγῇ, δὲν μνημονεύω αὐτό, μετ’ αἰτ., Πολύβ. 2. 13, 7, κτλ.· κατὰ τὸ παρασιωπώμενον, δηλ. κατὰ παρασιώπησιν, (ἴδε τὸ ἑπόμ.), Κλήμ. Ἀλ. 144. 2) σιγῶ, τηρῶ σιγήν, περί τινος Πολύβ. 20. 11, 1, κτλ.· παρίσταμαι ἐν σιγῇ, ἐπὶ τοῦ χοροῦ, «παρασιωπήσαντος τοῦ χοροῦ» Ἡσύχ. ἐν λ. διαύλιον.
Greek Monotonic
παρασιωπάω: μέλ. -ήσομαι, αποσιωπώ, περνώ στη σιωπή, αποκρύπτω, σε Πολύβ.