τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
ἀλδαίνω, σιτίζω, σιτίσδω, βόσκω, βουκολέω, ἐκνέμομαι, φέρβω, τρέφω, σωματοποιέω, ἄρδω, τροφοφορέω, διατρέφω