διατρέφω
καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin
English (LSJ)
fut. -θρέψω D.C.63.27:—breed up, support, dub.l. in Arar.16; τὸ τέχνιον ἡμᾶς -θρέψει D.C.l.c.; τινὰ ἀπό τινος X.Mem. 2.7.6; δ. σπουδαίως keep patient well nourished, Aët.16.36:—Pass., to be sustained continually, Th.4.39; to be maintained, BGU1024vii 14 (iv A.D.), etc.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor., fut. sobre -θρέψ- Isoc.4.153, D.C.63.27.2; pas. aor. διετράφην X.An.4.7.17]
I 1dar de comer, alimentar, mantener ἀπὸ δὲ ἀρτοποιίας ... τὴν οἰκίαν πάσαν διατρέφει de la panadería mantiene a toda su casa X.Mem.2.7.6, 2, ἐμέ UPZ 9.14 (II a.C.), cf. POxy.495.11 (II d.C.), αὐτοὺς ἐν λιμῷ LXX Ps.32.19, cf. 54.23, Ru.4.15, τὸ τέχνιον ἡμᾶς διαθρέψει D.C.l.c., δ. σπουδαίως Aët.16.36, en v. pas. BGU 1024.7.14 (IV/V d.C.)
•mantener, avituallar στρατιὰν ... ταῖς αὑτῶν δαπάναις διέθρεψαν Isoc.4.153, τοὺς ἐν ταῖς πόλεσιν Isoc.6.78, cf. X.Mem.3.6.13, c. ac. y part. pred. τοὺς μὲν ναύτας γεωργοῦντας ... διέτρεφε mantenía a la tripulación mediante el trabajo de la tierra X.HG 6.2.37.
2 mantener, criar διαθρέψαι σπέρμα mantener la especie LXX Ge.7.3
•fig. sostener κοσμίως ἡμᾶς Lyd.Mag.1.15, cf. sent. dud. Epicur.Fr.[36.5] 4.
II en v. med.-pas. mantenerse, comer, de ejércitos avituallarse c. dat. instrum. τοῖς ἐσπλέουσι λάθρᾳ διετρέφοντο se avituallaban clandestinamente de lo que entraba por mar Th.4.39, διετράφησαν τοῖς κτήνεσιν X.An.4.7.17, c. otros giros οἱ πλεῖστοι ἀπὸ ἐξωμιδοποιίας διατρέφονται X.Mem.2.7.6, ἐκ τῆς ἑαυτῶν X.Vect.1.1, δύ' ἔτη διετράφησαν ἐν τῇ θόλῳ D.19.249, cf. BGU 1826.15 (I a.C.)
•abs. ἵνα διατραφῇ λαὸς πολύς LXX Ge.50.20, ἵνα δυνηθῶ διατραφῆναι para que pueda ser mantenida, BGU 1024.7.14 (IV d.C.), cf. Suppl.Mag.45.2.
German (Pape)
[Seite 607] ganz u. gar ernähren, erhalten; στρατιάν Isocr. 4, 153; οἰκίαν ἀπό τινος Xen. Mem. 2, 7, 6; Sp., wie Ath. VI, 237 a, διετρέφοντό τινι Thuc. 4, 39.
French (Bailly abrégé)
nourrir jusqu'au bout, càd avec sollicitude, soutenir.
Étymologie: διά, τρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-τρέφω met acc., causat. maken dat... groeit, te eten geven, onderhouden:. ἀπὸ δὲ ἀρτοποιίας... τὴν οἰκίαν πᾶσαν διατρέφει van zijn bakkerij onderhoudt hij zijn hele huisgezin Xen. Mem. 2.7.6. med.-pass., intrans. leven van, zich in leven houden:. τοῖς ἐσπλέουσι λάθρᾳ διετρέφοντο zij hielden zich in leven met voedsel dat stiekem over zee binnenkwam Thuc. 4.39.2; ἀπὸ ἐξωμιδοποιίας διατρέφονται zij leven van de vervaardiging van hemden Xen. Mem. 2.7.6.
Russian (Dvoretsky)
διατρέφω: (fut. διαθρέψω) прокармливать, питать, содержать (τὴν οἰκίαν πᾶσαν ἀπό τινος Xen.; στρατιάν Isocr.; τοὺς συνήθεις Plut.): διατρέφεσθαί τινι Thuc. и ἀπό τινος Xen. кормиться чем-л.
Greek Monolingual
(AM διατρέφω)
1. τρέφω, τροφοδοτώ, παρέχω τα απαραίτητα για συντήρηση
2. παθ. υποστηρίζομαι συνεχώς.
Greek Monotonic
διατρέφω: μέλ. -θρέψω, (ό,τι και στη Ν.Ε.) διατρέφω συνεχώς, συντηρώ διαρκώς, σε Θουκ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
διατρέφω: μέλλ. -θρέψω, τρέφω καθ’ ὁλοκληρίαν, ὑποστηρίζω, Ἀραρὼς Ὑμεν. 1· διατηρῶ συνεχῶς, Θουκ. 4. 39· τινὰ ἀπό τινος Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 6.
Middle Liddell
fut. -θρέψω
to sustain continually, Thuc., etc.
Léxico de magia
en v. med. mantenerse, alimentarse ἐξορκίζω ὑμᾶς, δαίμονες, τοὺς ἐνθάδε κειμένους καὶ ἐνθάδε διατρεφομένους os conjuro a vosotros, démones, los que permanecéis aquí y aquí os mantenéis SM 45 2