σωματοποιέω
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
A give bodily existence to, ἐνέργειαν Herm. ap. Stob.1.41.6.
2 represent in art, τὸν Ἔρωτα Alex.Aphr.Pr.1.87.
3 personify, Men.Rh.p 333 S., Sch.Ar.Ach.976,989.
4 Pass., become more solid or bulky, Dsc.5.75, Sor.1.17.
II organize as a body, τὸ ἔθνος Plb.2.45.6, cf. D.S.11.86, D.L.2.138; make into a whole, σ. τὰ κεχωρισμένα Artem.4 Prooemia; σ. τὴν διαίρεσιν, τὴν φράσιν, Sch.Hermog.in Rh.7.60,791 W.:—Pass., Longin.40.1.
III provide with bodily strength, recruit, τοὺς ἵππους Plb.3.87.3; τὸν Φίλιππον Id.16.1.9; subsidize, τινὰ τῶν πολιτικῶν χορηγίων σωματοποιῶν παρ' ἑαυτοῦ SIG762.40 (Dionysopolis, i B.C.); provide with refreshment, Phld.Acad.Ind. p.66 M.: metaph., revive, refresh, τὰς ψυχάς, πᾶσαν ἐλπίδα, Plb.3.90.4, 33.17.3, cf. Frr.229-31; τὰς ὁρμάς D.S.18.10; τοὺς πυρετούς Antyll. ap.Orib.4.11.1.
2 exalt, magnify, πράξεις Plb.Fr.47:—Pass., ὑπὸ γυναικῶν -ουμένους Cat.Cod.Astr.8(4).154.
German (Pape)
[Seite 1060] 1) körperlich machen, bes. den Körper durch Leibesübungen fest, derb machen, auch Einem den erforderlichen Lebensunterhalt reichen, ihn ernähren, mit dem acc. der Person, D. L. 2, 138; übh. verstärken, vergrößern, τὸ ἔθνος, τὴν βασιλείαν u. ä., Pol. 2, 45, 6. 16, 1, 9. 22, 26, 1 u. sonst, auch πᾶσαν ἐλπίδα. – 2) verkörpern, personificiren, Gramm. – 3) einen Körper, zu einem Ganzen machen, Schol. Eur. Phoen. 789.
French (Bailly abrégé)
σωματοποιῶ :
I. créer un corps :
1 former un corps ou des corps;
2 revêtir d'un corps, personnifier;
II. rendre corpulent, rendre gros, fort ; fig. fortifier, donner de la force à, acc. ; exalter, amplifier;
III. réunir en un corps, donner de la cohésion à, acc..
Étymologie: σῶμα, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
σωμᾰτοποιέω:
1 поддерживать существование, питать, кормить, содержать (τινα Diog. L.);
2 организовывать, укреплять, консолидировать (τὸ ἔθνος Polyb.);
3 подбодрять (τοὺς ἵππους Polyb.);
4 оживлять, воскрешать (τὴν ἐλπίδα Polyb.);
5 рит. делать материальным, воплощать, олицетворять.
Greek (Liddell-Scott)
σωματοποιέω: μεταποιῶ εἰς σῶμα, κάμνω τι νὰ γίνῃ σῶμα, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 730. 2) ποιῶ ἐν σωματικῇ μορφῇ, τὸν Ἔρωτα Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 87. 3) προσωποποιῶ, Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 133, κλπ. ΙΙ. ποιῶ τι ὅμοιον πρὸς σῶμα, στερεοποιῶ, διοργανῶ, τὸ ἔθνος Πολύβ. 2. 45, 6, πρβλ. Διόδ. 11. 86, Διογ. Λ. 2. 138· κάμνω ἓν ὅλον, σ. τὰ κεχωρισμένα Ἀρτεμίδ. 4 ἐν τῷ προοιμίῳ σ. τὴν διαίρεσιν, τὴν φράσιν Ρήτορες (Walz) τ. 7, σ. 60, 791. - Παθ., Λογγῖν. 40. 1. ΙΙΙ. παρέχω σωματικὴν δύναμιν, ἀναζωογονῶ, ἀναπαύω, τοὺς ἵππους Πολύβ. 3. 87, 3· μεταφορ., ἀναζωογονῶ, ζωοποιῶ, τὰς ψυχάς, τὴν ἐλπίδα ὁ αὐτ. 3. 90, 4, Ἑλλ. Ἀποσπ. 123· τὰς ὁρμὰς Διόδ. 18. 10· - ἐξυψῶ, ἐξυμνῶ, μεγαλύνω, πράξεις Πολύβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 58.
Greek Monotonic
σωμᾰτοποιέω: μέλ. -ήσω,
I. μεταποιώ σε σώμα, κάνω κάτι να γίνει σώμα, οργανώνω, διευθετώ, σε Πολύβ.
II. παρέχω σωματική δύναμη, ενδυναμώνω, αναζωογονώ, στον ίδ.
Middle Liddell
σωμᾰτο-ποιέω, fut. -ήσω
I. to make into a body, to consolidate, organise, Polyb.
II. to provide with bodily strength, to recruit, Polyb.