финикийский
From LSJ
δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots
Russian > Greek
Φοινικόστολος, Φοῖνιξ, Φοινικίας, Φοινίκειος, Φοινικήιος, Φοινικικός