отважно
From LSJ
Russian > Greek
ἀνδρωδῶς, γεννικῶς, θρασυσπλάγχνως, παρακινδυνευτικῶς, τετολμηκότως, τόλμῃ, παραβόλως, θαρσούντως, θαρρούντως, εὐτόλμως, κατατεθαρρηκότως
ἀνδρωδῶς, γεννικῶς, θρασυσπλάγχνως, παρακινδυνευτικῶς, τετολμηκότως, τόλμῃ, παραβόλως, θαρσούντως, θαρρούντως, εὐτόλμως, κατατεθαρρηκότως