Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
ληκητής, κατακεκράκτης, κεκράκτης, κοκκυστής, κραγέτης, κεκραξιδάμας, ἰϋκτής, ἰϋκτά