прославленный
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
Russian > Greek
φαίδιμος, πολύφραστος, πολύδοξος, πολύκλειτος, πολυκυδής, ὑπερκύδας, ἀοίδιμος, περίβλεπτος, ἐλλόγιμος, ἀγακλεής, περίσημος, περίσαμος, πολύφατος, πολύφημος, πολύφαμος, πολυώνυμος, περιλεσχήνευτος, μεγαλόδοξος, παράσημος, ἀοιδός, πολύαινος, φανός, μεγαυχής, κλεινός, κλεεννός, κλυτός, κλειτός, ἀγαυός, διώνυμος, τηλεκλειτός