πολυκυδής

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très glorieux.
Étymologie: πολύς, κῦδος.

Russian (Dvoretsky)

πολυκῡδής: весьма славный, прославленный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκῡδής: -ές, ὁ πολὺ ἐπαινούμενος, λίαν ἔνδοξος, Ἀνθ. Π. 1. 8. 4· ― ὡσαύτως πολυκήδιστος, θεσμοσύνη αὐτόθι 7. 593· πολυκυδίστη σοφία αὐτόθι 9. 657.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πολύ κύδος, μεγάλη δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κυδής (< κῦδος, το «δόξα, φήμη»), πρβλ. μεγακυδής, φίλοκυδής].

Greek Monotonic

πολῠκῡδής: -ές (κῦδος), αυτός που επαινείται πολύ, πολύ ένδοξος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολῠ-κῡδής, ές κῦδος
much-praised, very glorious, Anth.