с пользой
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Russian > Greek
συμφόρως, ὠφελίμως, χρηστικῶς, συμφερόντως, ἀνυσίμως, ὀνησίμως, ὀνησιφόρως, εὐχρήστως
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
συμφόρως, ὠφελίμως, χρηστικῶς, συμφερόντως, ἀνυσίμως, ὀνησίμως, ὀνησιφόρως, εὐχρήστως