εὐχρήστως
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
French (Bailly abrégé)
adv.
commodément, utilement;
Cp. εὐχρηστότερον.
Étymologie: εὔχρηστος.
Russian (Dvoretsky)
εὐχρήστως:
1 с удобством, с пользой: εὐ. ἔχειν πρός τι Polyb. быть пригодным для чего-л.;
2 кстати, метко (σκώμματα λέγειν πρός τινα Plut.).
Translations
usefully
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπιτηδείως, ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente