умеренный
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Russian > Greek
σωφρονικός, ὀλιγαρκής, ἔμμετρος, εὔκρατος, ἐγκρατής, κόσμιος, εὐκέραστος, εὐκράς, μέτριος, ἐμμελής, ἠρεμαῖος, εὐκραής, καταστηματικός