отставать
From LSJ
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
Russian > Greek
προσοφείλω, προαφίσταμαι, ἀφυστερέω, καθυστερέω, προαπολείπω, ἐρωέω, ἀφίστημι, ὑστερίζω, ἐλλείπω, ὑστερέω, ἐγκαταλείπω