договариваться
Russian > Greek
ἐπικηρυκεύομαι, πρεσβεύω, συνδιαπράσσω, συνδιαπράττω, συνέρχομαι, συντίθημι, κατατάσσω, κατατάττω, διορίζω, καταντάω, ὁμολογέω, συμβαίνω
ἐπικηρυκεύομαι, πρεσβεύω, συνδιαπράσσω, συνδιαπράττω, συνέρχομαι, συντίθημι, κατατάσσω, κατατάττω, διορίζω, καταντάω, ὁμολογέω, συμβαίνω