συνέρχομαι
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
English (LSJ)
A fut. συνελεύσομαι Plu.2.306e, Phintys ap. Stob.4.23.61; but the Att. fut. is σύνειμι (εἶμι ibo), q.v., with aor. 2 συνῆλθον (Dor. part. συνενθόντες Abh.Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene)) and pf. συνελήλυθα:—go together or go in company, σύν τε δύ' ἐρχομένω Il.10.224.
II come together, assemble, meet, Hdt.1.152, 3.159, 7.97, E.Ba.714, Th.1.3, etc.; συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους IG42(1).68.66 (Epid., iv B.C.); σ. ἐς τὠυτό Hdt.1.202; εἰς ταὐτὸ εἰς μίαν νῆσον X.Ath.2.2; εἰς τὸ κοινόν Pl.Lg.680e; εἰς ἓν ἱερόν ib.767c; ἐνθάδε Ar.Lys.39; δεῦρο ἐς Κλεισθένους ib.621 (lyr.); ἐκ τῶν ἀγρῶν Id.Pax632 (troch.); ἀπὸ τῶν πόλεων Th.5.55; ἐς λόγους συνέρχομαι Hdt.1.82, cf. Ar.Eq.1300 (troch.): c. dat., without ἐς λόγους, BGU1778.2 (i B.C.); σύνελθε πρὸς Θέωνα PSI9.1079.3 (i B.C.); ἐπὶ τὸν ἀγῶνα, i.e. the Dramatic ἀγών, D.21.55; and simply, ξυνέρχομαι τινί have dealings with, S.OT572; σ. χοροῖς take part in.., E.Hel.1468 (lyr.).
2 in hostile sense, meet in battle, σ. ἐς πεδίον Hdt. 1.80; εἰς μάχην Pl.Tht. 154e; κάπρῳ γὰρ ὡς συνῆλθεν ἀντίαν ἔριν PCair.Zen.532.16 (iii B.C.); also of the battle, μάχη ὑπό τινων ξυνελθοῦσα engaged in, contested by them, Th.5.74.
3 come together, be united or be banded together, ἐς τὠυτό Hdt.4.120; φίλος φίλῳ ἐς ἓν σ. E.Ph.462; δύο οἰκίαι σ. εἰς ταὐτόν Pl.Chrm.157e; σ. τοῦ ζῆν ἕνεκεν Arist.Pol.1278b24; σ. ἐπὶ κοινωνίᾳ βίω Phintys l.c.; form a league, of states, D.18.19; come together, after quarrelling, ἀδελφοὶ.. οὔτε ῥᾳδίως σ. Plu.2.481c.
b of sexual intercourse, σ. τῷ ἀνδρί Hp.Mul.2.143; σ. γυναιξί X.Mem.2.2.4, cf. Pl.Smp. 192e, Str.15.3.20; σ. εἰς ὁμιλίαν τινί, of a woman, D.S.3.58; freq. of marriage-contracts, BGU970.13 (ii A.D.), PGnom. 71, al. (ii A.D.), etc.: abs., of animals, couple, Arist.HA541b34.
4 c. acc. cogn., ταύτην τὴν στρατείαν ξ. joined in this expedition, Th.1.3 (ξυνεξ- is prob. cj.); τὸ σὸν λέχος ξυνῆλθον shared thy bed, S.Aj. 491.
III of things, to be joined in one, συνερχόμεν' εἰς ἕν Emp.17.7; χάρις κείνου τέ σοι κἀμοῦ ξ. S.Tr.619; τἀπ' ἐμοῦ τε κἀπὸ σοῦ ἐς ἓν ξ. E.Tr.1155; σ. εἰς ἕν Arist.Cael.288a16; of one river joining another, Ar.Fr.150 (dub.l.); of heavenly bodies, to be in conjunction, Arist.Mete.343b31, 344a1; of a chasm, close, Plu.2.306e; so of a fistula, Meges ap.Orib.44.24.10.
2 of events, concur, happen together, Hdt.6.77; τῆς τύχης οὕτω σ. Plu.Cam.13.
German (Pape)
[Seite 1020] (s. ἔρχομαι), mit, zugleich, zusammen kommen, gehen; Hom. nur in tmesi, σύν τε δύ' ἐρχομένω, Il. 10, 224; zusammenkommen mit Einem, εἰ μὴ σοὶ ξυνῆλθε, Soph. O. R. 572; ἐπεὶ τὸ σὸν λέχος ξυνῆλθον, Ai. 486; εἰς ἓν ξυνελθόντα, Eur. Troad. 1155; συνελθεῖν ἀλλήλοις εἰς λόγο υς, Ar. Equ. 1297; u. in Prosa, Her. 7, 97, wie Pol. 1, 78, 4; auch im Treffen an einander geraten, μάχη ὑπ ὸ ἀξιολογωτάτων πόλεων ξυνελθοῦσα, Thuc. 5, 74; ὅστις βουλευσόμενος εἰς βουλὴν συνέρχεται, Plat. Legg. II, 674 b; συνερχόμεθα εἰς ταὐτό, Rep. I, 329 a; ξυνελθόντες σοφιστικῶς εἰς μάχην τοιαύτην, Theaet. 154 d, u. öfter, wie Xen. u. Folgde; von der Liebe, Xen. Mem. 2, 2, 4; vgl. Plut. Thes. 3 Ant. 53. – Übh. zusammentreffen, zu gleicher Zeit geschehen, Her. 6, 77.
French (Bailly abrégé)
f. συνελεύσομαι, ao.2 συνῆλθον, etc.
aller ensemble, se rencontrer :
1 se réunir ; avec l'acc. sans prép. : στρατείαν ξ. THC se réunir pour une expédition ; σ. ἐς λόγους τινί HDT se rencontrer avec qqn pour un entretien ; abs. σ. τινι se concerter avec qqn;
2 s'unir, avoir commerce avec, τινι;
3 se réunir, se réconcilier;
4 se renconter, en venir aux mains avec, τινι ; en parl. de l'engagement lui-même μάχη ὑπὸ ἀξιολογωτάτων πόλεων ξυνελθοῦσα THC combat où se rencontrèrent les forces des Cités les plus considérables;
5 se rencontrer ; fig., en parl. d'événements aboutir au même point, concorder ; avec idée de temps se produire dans le même temps, coïncider;
6 se réunir, se refermer en parl. d'une ouverture;
7 se réunir, s'ajouter, former un total.
Étymologie: σύν, ἔρχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-έρχομαι, Att. ook ξυνέρχομαι, ook in tmes. samenkomen, bijeenkomen, zich verenigen; met dat. met iem.; met εἰς + acc. op (een plaats), in (een verbintenis):; σ. ἐς τὠυτό of εἰς ταὐτόν zich verenigen; σ. ἐς λόγους of λόγον samenkomen voor een gesprek of voor overleg; uitbr. overleggen met, met dat..; Soph. OT 572; σ. εἰς μάχην samenkomen voor een gevecht, een gevecht aangaan Plat. Tht. 154e; uitbr. ook van het gevecht zelf aangegaan worden; Thuc. 5.74.1; ook van seksueel contact; met acc. v. h. inw. obj.. τὸ σὸν λέχος ξυνέρχεσθαι jouw bed delen Soph. Ai. 491. van gebeurtenissen tegelijk gebeuren, samenvallen:. τῆς τύχης οὕτω συνελθούσης omdat het toeval het zo wilde Plut. Cam. 13.2.
Russian (Dvoretsky)
συνέρχομαι: (fut. σύνειμι, aor. 2 συνῆλθον)
1 идти вместе (τινι и σύν τινι NT): ξύν τε δύ᾽ ἐρχομένω Hom. если мы вдвоем пойдем;
2 вместе приходить, одновременно прибывать (ἀπὸ τῶν πόλεων Thuc.; ἐκ τῶν ἀγρῶν Arph.; πρός τινα NT);
3 сходиться, собираться, встречаться (εἰς μίαν νῆσον Xen.): συνεληλυθότες ἄνδρες ἐς Κλεισθένους Arph. собравшиеся у Клисфена мужи; σ. εἰς μάχην Plat. и ἐπὶ ἀγῶνα Dem. сходиться для борьбы, вступать в бой; ἡ μάχη ὑπὸ τῶν πόλεων ξυνελθοῦσα Thuc. борьба, завязавшаяся между государствами; εἰς ἓν συνελθεῖν Eur. сойтись вместе, встретиться лицом к лицу; εἰς λόγους τινὶ συνελθεῖν Her., Plut. вступить в переговоры или договориться с кем-л.;
4 договариваться, тж. вступать в союз Dem.: εἰ μὴ σοὶ ξυνῆλθε Soph. если бы он не был в сговоре с тобой;
5 вступать в связь (γυναικί Xen.);
6 вступать в брак NT;
7 спариваться (τὰ ἔντομα συνέρχεται Arst.);
8 примиряться: οὐ ῥᾳδίως σ. Plut. с трудом мириться друг с другом;
9 присоединяться, принимать участие: τὴν στρατείαν ξυνελθεῖν Thuc. принять участие в походе; τὸ λέχος τινὸς σ. Soph. разделять чье-л. ложе;
10 соединяться, сочетаться, сливаться (εἰς τωὐτό Her.; εἰς ἕν Arst.);
11 складываться, составлять в сумме (πέντε μυριάδων τὸ κεφαλαίωμα συνῆλθε Her.);
12 сходиться (во времени), совпадать (τῆς τύχης οὕτω συνελθούσης Plut.): ταῦτα πάντα συνελθόντα Her. ввиду совпадения всех этих обстоятельств;
13 спадаться, закрываться, смыкаться: συνελθούσης τῆς γῆς Plut. когда расселина в земле закрылась - см. тж. σύνειμι II.
English (Strong)
from σύν and ἔρχομαι; to convene, depart in company with, associate with, or (specially), cohabit (conjugally): accompany, assemble (with), come (together), come (company, go) with, resort.
English (Thayer)
imperfect συνηρχομην; 2nd aorist συνῆλθον, once (T Tr WH) 3rd person plural συνῆλθαν (see ἀπέρχομαι, at the beginning); perfect participle συνεληλυθως; pluperfect 3rd person plural συνεληλύθεισαν; from Homer down (Iliad 10,224in tmesis);
1. to come together, i. e., a. to assemble: absolutely, G L T Tr WH); ἐκ with the genitive of place, εἰς with an accusative of the place, πρός τινα, ἐπί τό αὐτό (see ἐπί, C. I:1d.), L text ἔλθῃ); with a dative of the person with one, which so far as the sense is concerned is equivalent to unto one (for examples from Greek writings see Passow, under the word, 2; (Liddell and Scott, under the word, II:1,3; cf. Winer's Grammar, 215 (202))), T WH text omit; Tr marginal reading brackets the dative); ἐνθάδε, ὅπου, εἰς — indicating either the end, as εἰς τό φαγεῖν, ἐν ἐκκλησία, in sacred assembly (R. V. marginal reading in congregation), Winer's Grammar, § 50,4a.).
b. Like the Latin convenio equivalent to coeo: of conjugal cohabitation, Xenophon, mem. 2,2, 4; Diodorus 8,58; Philo de caritat. § 14; de fortitud. § 7; de speciall. legg. § 4; Josephus, Antiquities 7,8, 1,7,9, 5; Apollod. Bibl. 1,3, 3); with ἐπί τό αὐτό added,
2. to go (depart) or come with one, to accompany one (see ἔρχομαι, II., p. 252 a): τίνι, with one, Tr text brackets the dative); A. V. company with); εἰς τό ἔργον added, σύν τίνι, Acts 21:16.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
συγκεντρώνομαι, έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο για συνεργασία, σύσκεψη, τέλεση εορτής (α. «συνέρχεται η βουλή, η επιτροπή, το συμβούλιο κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία», ΚΔ
γ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», επιγρ.
δ. «ἄν ἐς τὡὐτὸ συνέλθωσι κατὰ εἴλας», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (σχετικά με νοσηρές ή δυσάρεστες καταστάσεις) ανακτώ τις αισθήσεις μου ή αναλαμβάνω τις δυνάμεις μου ή την ψυχική μου ηρεμία, αποκαθίσταμαι (α. «δεν συνήλθε ακόμη από το σοκ» β. «μετά από τέτοια συμφορά θα αργήσει να συνέλθει»)
2. φρ. «δικαίωμα [ή ελευθερία] του συνέρχεσθαι»
(νομ.) το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα τών ειρηνικών και άοπλων συγκεντρώσεων
μσν.
1. ζω στο ίδιο οίκημα με κάποιον
2. βοηθώ
μσν.-αρχ.
1. (για τις δύο φύσεις του Χριστού) ενώνομαι σε ένα πρόσωπο, συνυπάρχω («ἐν ἑνὶ προσώπῳ ἀμφοῑν τῶν φύσεων συνελθουσῶν», Λεοντ.)
2. έχω σαρκικές σχέσεις ή συνάπτω γάμο (α. «συνελθοῦσαν εἰς ὁμιλίαν αὐτῷ λάθρα καὶ γενομένην ἔγκυον», Διόδ.
β. «τὰ ἔντομα συνέρχεσθαι ὄπισθεν», Αριστοτ.
γ. «τῶν νῦν συνερχομένων εἰς γάμου κοινωνίαν», Ευχολ.)
αρχ.
1. έρχομαι κάπου μαζί με κάποιον άλλο, συμπορεύομαι
2. έρχομαι ταυτόχρονα με άλλον («ξυνήλθομεν βουκόλοι καὶ ποιμένες», Ευρ.)
3. συναντιέμαι με τον εχθρό, συμπλέκομαι («ἐς τὸ πεδίον συνελθόντων», Ηρόδ.)
4. (για μάχη) συνάπτομαι, διεξάγομαι («μάχη ὑπό ἀξιολογωτάτων πόλεων ξυνελθοῦσα», Θουκ.)
5. συνδέομαι φιλικά («δυοῖν οἰκίαιν συνελθούσαιν εἰς ταὐτόν», Πλάτ.)
6. συμφιλιώνομαι (α. «ἵνα μὴ... συνέλθοιεν αἱ πόλεις», Δημοσθ.
β. «ἀδελφοὶ δὲ τοῦ κατὰ φύσιν ἐκπεσόντες οὔ τι ῥᾳδίως συνέρχονται», Πλούτ.)
7. (για ποταμούς) συμβάλλω
8. (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι σε συζυγία
9. (για χάσματα) κλείνομαι, συμπληρώνομαι
10. (για γεγονότα) συμβαίνω ταυτόχρονα, συμπίπτω (α. «ταῦτα πάντα συνελθόντα», Ηρόδ.
β. «τῆς τύχης οὕτω συνελθούσης», Πλούτ.)
11. περιπίπτω, περιέρχομαι («συνελθόντες εἰς ἐσχάτην πενίαν», πάπ.).
Greek Monotonic
συνέρχομαι: μέλ. -ελεύσομαι, Αττ. μέλ. σύνειμι (εἶμι, Λατ. ibo)· αποθ. με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ.·
I. έρχομαι ή πηγαίνω μαζί, πορεύομαι με συνοδεία, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. έρχομαι μαζί με άλλους στο ίδιο μέρος, συνέρχομαι, συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· συνέρχομαι ἐς τωὐτό, σε Ηρόδ.· συνέρχομαι ἐς λόγους τινί, στον ίδ.· και απλώς, συνέρχομαί τινι, έχω σχέσεις με, συναναστρέφομαι κάποιον, σε Σοφ.
2. με εχθρική σημασία, συμπλέκομαι σε μάχη, έρχομαι στα χέρια, συγκρούομαι· μάχη ὑπό τινων ξυνελθοῦσα, μάχη που συνήφθη, που διεξήχθη από αυτούς, σε Θουκ.
3. έρχομαι στο ίδιο σημείο, συνδέομαι, συνενώνομαι, σε Ευρ., Πλάτ.· σχηματίζω σύνδεσμο ή συμμαχία, σε Δημ.
4. με σύστ. αντ., ταύτην τὴν στρατείαν ξυνῆλθον, πήραν μέρος, είχαν συμμετοχή στην εκστρατεία αυτή, σε Θουκ.· ομοίως, τὸ σὸν λέχος ξυνῆλθον, μοιράστηκα το κρεβάτι σου, λέγεται για συνουσία, σε Σοφ.
III. 1. λέγεται για πράγματα, συνδέομαι σε ένα και το αυτό, ενώνομαι, στον ίδ., Ευρ.· επίσης για αριθμούς, συναποτελώ ένα ποσό ή χρηματικό κεφάλαιο, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για γεγονότα, συντρέχω, συμπίπτω χρονικά, συμβαίνω παράλληλα, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συνέρχομαι: μέλλ. -λεύσομαι (Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 33), ἀλλ’ ὁ Ἀττ. μέλλ. εἶναι σύνειμι (εἶμι)· ἀποθετ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ. Ἔρχομαι ἢ ὑπάγω ὁμοῦ, ἢ ἐν συνοδίᾳ, σύν τε δύ’ ἐρχομένω Ἰλ. Κ. 224 (ἔνθα ἡμαρτημένως ὑποτίθεται ὅτι ἐγένετο τμῆσις τοῦ σύνδυο). ΙΙ. ἔρχομαι ὁμοῦ μετ’ ἄλλων εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ μέρος, Ἡρόδ. 1. 152., 7. 97, Εὐρ. Βάκχ. 714, Θουκ., κλπ.· σ. ἐς τωὐτὸ Ἡρόδ. 1. 202· εἰς ταὐτὸ εἰς μίαν νῆσον Ξεν. Ἀθην. 2, 2· εἰς τὸ κοινὸν Πλάτ. Νόμ. 680Ε· εἰς ἓν ἱερὸν αὐτόθι 767C· ἐνθάδε Ἀριστοφ. Λυσ. 39· δεῦρο ἐς Κλεισθένους αὐτόθι 621· ἐκ τῶν ἀγρῶν ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 632· ἀπὸ τῶν πόλεων Θουκ. 5. 55· σ. ἐς λόγους τινὶ Ἡρόδ. 1. 82, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1300· ἐπὶ τὸν ἀγῶνα Δημ. 532. 8· καὶ ἁπλῶς, σ. τινι, ἔχω σχέσεις μετά τινος, Σοφ. Ο. Τ. 572· σ. χοροῖς, λαμβάνω μέρος εἰς αὐτούς, Εὐρ. Ἑλ. 1469. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἔρχομαι εἰς χεῖρας, συμπλέκομαι εἰς μάχην, σ. τινι ἐς πεδίον Ἡρόδ. 1. 80· εἰς μάχην Πλάτ. Θεαίτ. 154D· ἐπὶ ἀγῶνα Δημ. 532. 8· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς μάχης, μάχη ὑπό τινων ξυνελθοῦσα, γενομένη, διεξαχθεῖσα, Θουκ. 5. 74. 3) ἔρχομαι ἐπὶ τὸ αὐτό, συνενοῦμαι ἢ συνδέομαι, φίλος φίλῳ εἰς ἓν σ. Εὐρ. Φοίν. 462· δύο οἰκίαι σ. εἰς ταὐτὸν Πλάτ. Χαρμίδ. 157Ε· σ. τοῦ ζῆν ἕνεκεν Ἀριστ. Πολιτ. 3. 6, 4· σ. ἐπὶ κοινωνίᾳ βίω Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 33· αἱ πόλεις σ., ἐσχημάτισαν σύνδεσμον ἢ συμμαχίαν, Δημ. 231. 18· συμφιλιοῦμαι, διαλλάττομαι μετὰ προηγηθεῖσαν ἔριν, ἀδελφοὶ οὐ ῥᾳδίως σ. Πλούτ. 2. 481D. β) ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, σ. γυναικὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 2. 4. Στράβ. 735· σ. εἰς ὁμιλίαν τινί, ἐπὶ γυναικός, Διόδ. 3. 58, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 192Ε· οὕτως ἀπολ., Πλουτ. Θησ. 3, κτλ.· ἐπὶ ζῴων, συνουσιάζομαι, ζευγαρώνομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8. 1. 4) μετὰ συστοίχου αἰτιατ., ταύτην τὴν στρατείαν ξ. (ὡς τὸ ὁδὸν ἔρχ.), λαμβάνω μέρος εἰς ταύτην τὴν ἐκστρατείαν, Θουκ. 1. 3· οὕτω, τὸ σὸν λέχος ξυνῆλθον, ἔλαβον μέρος εἰς τὴν κλίνην σου, εἰς τὴν κοίτην σου, Σοφ. Αἴ. 491· λέχος συστᾶσα ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 28, πρβλ. Πόρσωνα εἰς Εὐρ. Φοιν. 831. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, συνδέομαι εἰς ἓν, χάρις κείνου τε κἀμοῦ ξ. Σοφ. Τρ. 619· τἀπ’ ἐμοῦ τε κἀπό σου εἰς ἓν ξ. Εὐρ. Τρῳ. 1155· οὕτω, σ. ἐς τωὐτὸ Ἡρόδ. 4. 120· σ. εἰς ἓν Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 2, 6, 1· ἐπὶ ποταμοῦ συναπτομένου μετ’ ἄλλου εἰς ἓν ῥεῖθρον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198. 12· ἐπὶ ἀστέρων, εἶμαι ἐν συζυγίᾳ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 15· ἐπὶ ἀριθμῶν, συναποτελῶ ἓν ποσὸν ἢ κεφάλαιον, Ἡρόδ. 3. 159· ἐπὶ χάσματος, συγκλείομαι, Πλούτ. 2. 306Ε. 2) ἐπὶ γεγονότων, συντρέχω, συμβαίνω ὁμοῦ, Ἡρόδ. 6. 77· τῆς τύχης οὕτω σ. Πλουτ. Κάμιλλ. 13.
Middle Liddell
fut. -ελεύσομαι [the Attic fut. is σύνειμι εἶμι ibo]
I. Dep. with aor2 and perf. act.:— to go together or in company, Il.
II. to come together, assemble, Hdt., Eur., etc.; ς. ἐς τωὐτό Hdt.; ς. ἐς λόγους τινί Hdt.; simply, ς. τινι to have dealings or intercourse with, Soph.
2. in hostile sense, to meet in battle, Hdt.; also of the battle, μάχη ὑπό τινων ξυνελθοῦσα engaged in, contested by them, Thuc.
3. to come together, be bonded together, Eur., Plat.: to form a league, Dem.
4. c. acc. cogn., ταύτην τὴν στρατείαν ξυνῆλθον joined in this expedition, Thuc.; so, τὸ σὸν λέχος ξυνῆλθον shared thy bed, Soph.
III. of things, to be joined in one, Soph., Eur.; of numbers, to make up a sum, Hdt.
2. of events, to concur, happen together, Hdt.
Chinese
原文音譯:sunšrcomai 尋-誒而何買
詞類次數:動詞(32)
原文字根:共同-來 相當於: (אָסַף / מְאַסֵּף)
字義溯源:集會,一同離去,聚會,聚集,同去,去,同來,來,來到,一同來到,一同緊集,都來緊集,迎娶,同房,作伴;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἔρχομαι)*=來)組成。參讀 (προπέμπω)同義字
出現次數:總共(30);太(1);可(2);路(2);約(2);徒(16);林前(7)
譯字彙編:
1) 同去(4) 徒9:39; 徒10:23; 徒11:12; 徒15:38;
2) 聚集(4) 可3:20; 徒19:32; 徒22:30; 林前14:23;
3) 你們聚會(4) 林前11:17; 林前11:33; 林前11:34; 林前14:26;
4) 同來的(3) 路23:55; 約11:33; 徒10:45;
5) 聚會(2) 林前11:18; 林前11:20;
6) 聚集的(2) 約18:20; 徒16:13;
7) 在聚集(1) 徒10:27;
8) 去(1) 徒21:16;
9) 來了(1) 徒28:17;
10) 他們都來到(1) 徒25:17;
11) 都來聚集(1) 徒2:6;
12) 聚集來(1) 路5:15;
13) 一同聚集(1) 可14:53;
14) 聚集時(1) 徒1:6;
15) 作伴的(1) 徒1:21;
16) 迎娶(1) 太1:18;
17) 一同來到(1) 徒5:16