ἐπικηρυκεύομαι
English (LSJ)
Med. (Act. only AB141,153),
A send a message by a herald, πρός τινα Hdt.9.87: πρός τινα ὥστε.. Th.7.49; ὥς τινα ib.48; περί or ὑπέρ τινος, D.S.14.75, Paus.4.8.13; τινὶ εἰ.. send a message proposing to ask whether... Hdt.1.60; ἐ. ταῦτα δι' ἀγγέλων ib.69:—perhaps Pass. in Th.8.44 ἐπικηρυκευομένων messages being sent.
2. send ambassadors to treat for peace, make proposals for a treaty of peace, τινί to one, Ar. Th.336, Th.4.27; ταῦτά τινι Hdt.4.80,6.97; ταῦτ' ἐπικηρυκεύομαι Ar.Th.1163.
3. of private affairs, negotiate, τινί with one, D.32.24.
II. abs., go as a herald or ambassador, παρά τινος Plb.21.16.1.
German (Pape)
[Seite 948] dep. med., Einem durch einen Herold Etwas sagen lassen, mit ihm unterhandeln, bes. über den Frieden, Ar. Th. 336; feierlich verkündigen, 1163; ἐπεκηρυκεύετο Πεισιστράτῳ εἰ βούλοιτό οἱ τὴν θυγατέρα ἔχειν γυναῖκα, er machte dem Pis. den Antrag, ob er wolle, Her. 1, 60; τινί τι, 6, 97; πρός τινα, 9, 87, wie Dem. Lpt. 52; τινί, Thuc. 3, 101, wie ἐπικηρυκεύσασθαι Plat. Menex. 243 b; Isocr. 4, 157; Dem. 32, 24 u. Folgde; περί τινος, D. Sic. 14, 75; ὑπέρ τινος, Paus. 4, 8, 13; mit dem inf., καὶ τὸ Βυζάντιον ἐπεκηρυκεύετο αὐτοῖς ἀποστῆναι, er verhandelte mit ihnen über den Abfall, Thuc. 8, 80; vgl. ἐπικηρυκευόμενον πρὸς αὐτόν, ὥστε μὴ ἀπανίστασθαι 7, 49. – Als Herold kommen, Pol. 21, 13, 1. – Das pass., bei Plut. Them. 26, διακοσίων ἐπικηρυκευομένων, ist zw. Lesart für ἐπικεκηρυγμένων. Das act. findet sich einzeln bei Sp., wie 11. Cass. 49, 24.
French (Bailly abrégé)
envoyer un héraut ou des hérauts : τινι, πρός τινα, ὥς τινα à qqn ; τινί τι faire savoir ou proposer qch à qqn par l'entremise de parlementaires ; τινι εἰ faire demander à qqn par un héraut si ; abs. envoyer des parlementaires ou des ambassadeurs pour négocier la paix.
Étymologie: ἐπί, κῆρυξ.
Greek Monolingual
ἐπικηρυκεύομαι (Α)
(αποθ.)
1. αναγγέλλω, γνωστοποιώ με κήρυκα
2. αναγγέλλω δημόσια
3. διαπραγματεύομαι με αντιπροσώπους («αὐτίκα τε ἐπεκηρυκεύοντο πρὸς Παυσανίην οἱ Θηβαῖοι θέλοντες ἐκδιδόναι τοὺς ἄνδρας», Ηρόδ.)
4. διαπραγματεύομαι με πρέσβεις για ειρήνη, ζητώ να συνθηκολογήσω
5. γεν. διαπραγματεύομαι
6. υποβάλλω πρόταση με αντιπροσώπους («καὶ ἅμα καὶ τὸ Βυζάντιον ἐπεκηρυκεύετο αὐτοῖς ἀποστῆναι», Θουκ.)
7. αποστέλλομαι ως αντιπρόσωπος για διαπραγματεύσεις («ἧκε Μουσαῖος ἐπικηρυκευόμενος παρ’ Ἀντιόχου», Πολ.)
8. (το ενεργ. σπαν.) ἐπικηρυκεύω
στέλνω κήρυκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κηρυκεύομαι (< κήρυξ) «κηρύσσω»].
Greek Monotonic
ἐπικηρῡκεύομαι: (κηρυκεύω),·
1. αποθ., αγγέλλω με κήρυκα, τινι ή πρός τινα, σε Ηρόδ.· ὥς τινα, σε Θουκ.· με δοτ. και απαρ., στέλνω μήνυμα καλώντας, αξιώνοντας από, κάποιους να κάνουν κάτι, στον ίδ.· ἐπικηρυκευομένων, μηνυμάτων που έχουν αποσταλεί, στον ίδ.
2. στέλνω πρέσβεις προς σύναψη ειρήνης, καταθέτω προτάσεις για σύναψη ειρήνης, σε Ηρόδ., Θουκ.
3. λέγεται για ιδιωτικές υποθέσεις, διαπραγματεύομαι, τινι με κάποιον, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικηρῡκεύομαι:
1 посылать вестника (τινι Her., πρός τινα Her., Dem. или ὥς τινα Thuc.): ἐ. περί τινος Diod. высылать вестника для переговоров о чем-л.;
2 сообщать через вестника (τινί τι Thuc.);
3 спрашивать через вестника (ὁ Μεγακλέης ἐπεκηρυκεύετο Πεισιστράτῳ εἰ βούλοιτο … Her.);
4 посылать вестника для переговоров о мире (τινι Thuc.; ἐπικηρυκευσάμενοι ἐποιήσαντο συνθήκας Plut.);
5 возвещать, объявлять во всеуслышание (ταῦτα Arph.): ἐπικηρυκευομένων ἀπὸ τῶν δυνατωτάτων ἀνδρῶν Thuc. так как они были оповещены (об этом, т. е. приглашены) от имени руководящих лиц;
6 вести переговоры (вообще), договариваться (τινι Dem.);
7 являться в качестве вестника, приходить послом (ἧκε ἐπικηρυκευόμενος παρ᾽ Ἀντιόχου Polyb.).
Middle Liddell
κηρυκεύω
1. Dep. to send a message by a herald, τινι or πρός τινα Hdt.; ὥς τινα Thuc.:— c. dat. et inf. to send a message calling on them to do a thing, Thuc.; ἐπικηρυκευομένων messages being sent, Thuc.
2. to send ambassadors to treat for peace, to make proposals for a treaty of peace, Hdt., Thuc.
3. of private affairs, to negociate, τινι with one, Dem.