дарить
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
Russian > Greek
προΐημι, πόρω, καταχαρίζομαι, δωρύττομαι, συγχορηγέω, δωρέω, δωροφορέω, προπίνω, ὑφίημι