τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
ἐφέλκω, ἴσχω, καρπόω, τεκνόω, ἐντίκτω, μετατίκτω, φυτεύω, κατεργάζομαι, γεννάω, κτάομαι, κτίζω