выгода
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Russian > Greek
διόρθωσις ;; καιρός ;; κερδαλέον ;; κέρδος ;; συμφέρον ;; πρόλημμα ;; ἐπανόρθωσις ;; ἀνόρθωσις ;; ἐπαύρερσις ;; ὄνησις ;; ὄνασις ;; σύμφορον ;; ὄφελος ;; ὠφέλησις ;; εὐχρήστημα ;; λυσιτέλεια ;; λυσιτελές ;; ὠφέλιμον ;; ὠφέλεια ;; ὠφελία ;; ὠφελίη ;; ἀντικατάλλαξις ;; ἐπαύξησις ;; τέλος ;; πλεονεξία ;; βοήθεια ;; περιουσία ;; χρεία