ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood
πέρπερος ;; κουφόνοος ;; κουφόνους ;; ὑπηνέμιος ;; ὑπανέμιος ;; εὐχερής ;; χαλίφρων ;; ὑπέλαφρος ;; ἔμπληκτος ;; κενόφρων ;; εἰκαῖος ;; κοῦφος ;; ῥᾴδιος