действительный
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
Russian > Greek
παναληθής ;; ἐνεργητικός ;; δραστήριος ;; ἐτήτυμος ;; ἔτυμος ;; ἄϋπνος ;; ἐντελεχής ;; ὀρθώνυμος ;; ἰθαγενής ;; ἰθαιγενής ;; ὑπαρκτικός ;; χρήσιμος ;; ἐμφανής ;; ἑτοῖμος