переворот
From LSJ
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
Russian > Greek
κίνησις ;; καινουργία ;; καταστροφή ;; ἀνείλιξις ;; μετάστασις
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
κίνησις ;; καινουργία ;; καταστροφή ;; ἀνείλιξις ;; μετάστασις