сговорчивый
From LSJ
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
Russian > Greek
εὐδιάλυτος ;; παραρρητός ;; εὐδιάλλακτος ;; εὐσύμβολος ;; εὐξύμβολος ;; εὐχερής ;; ταχυπειθής ;; εὐμετάπειστος ;; τιθασός ;; εὐσυνάλλακτος ;; στρεπτός ;; ὀλβίως