медлительность
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Russian > Greek
μέλλημα, στράγγευμα, βραδυτής, μέλλησις, ὄκνος, διαμέλλησις, σχολαιότης, σχολή