Θερσίτης

Revision as of 17:24, 25 November 2019 by Spiros (talk | contribs)

Greek (Liddell-Scott)

Θερσίτης: ῑ, ου, ὁ, δηλ. ὁ αὐθάδης (θέρσος ἀναφέρεται ὡς Αἰολ. ἀντὶ θάρσος ἐν Α. Β. 1190, Ἐτυμολ. Μ. 447), Ὅμ. Ἰλ. Β. 212, 271.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Thersite.

English (Autenrieth)

Thersītes, the ugliest Greek before Troy, and a brawler (as his name indicates), Il. 2.212 ff.

Greek Monotonic

Θερσίτης: -ου, ὁ, Θερσίτης, δηλ. ο Αυθάδης (από το θέρσος, Αιολ. αντί θάρσος), σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

Θερσίτης: ου (ῑ) ὁ Терсит (греч. воин - но Hom., αἴσχιστος, φολκός, χωλὸς ἕτερον πόδα, φοξὸς κεφαλήν и т. п. - смело обличивший Агамемнона в своекорыстии и безграничной жадности и призывавший ахейцев прекратить войну против Трои) Hom., Soph., Arst.

Middle Liddell

Θερσίτης, ου,
Thersites, i. e. the audacious ( from θέρσος, aeolic for θάρσος), Hom.