κεντρομυρσίνη

Revision as of 13:08, 7 February 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ,

   A = ὀξυμυρσίνη, butcher's broom, Ruscus aculeatus, Thphr.HP3.17.4, Gp.10.3.7.

German (Pape)

[Seite 1418] ἡ, Stachelmyrte, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κεντρομυρσίνη: ἡ, = ὀξυμυρσ-, ἀγρία μυρσίνη, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 4.

Greek Monolingual

κεντρομυρσίνη, ἡ (Α)
η άγρια μυρσίνη, αλλ. οξυμυρσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον «αγκάθι» + μυρσίνη.