μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Τραχίς, -ῖνος, ἡ.
Territory of Trachis: Τραχινία, ἡ.
of Trachis, adj.: Τραχίνιος.