insular
From LSJ
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. νησιωτικός, V. νησιώτης (with masc. subs.), νησιῶτις (with fem. subs.), νησαῖος.
Met., unsociable: P. ἀνομίλητος, δυσκοινώνητος; see unsociable.