ἀνομίλητος

From LSJ

Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομίλητος Medium diacritics: ἀνομίλητος Low diacritics: ανομίλητος Capitals: ΑΝΟΜΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anomílētos Transliteration B: anomilētos Transliteration C: anomilitos Beta Code: a)nomi/lhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον,
A having no communion with others, unsociable, Pl.Lg.951a, Plu.2.50b, etc.
2 c. gen., ἀ. παιδείας uneducated, Pl. Ep.332c: abs., Luc.Merc.Cond.14: c. dat., ἀ. τοῖς ἔργοις τῆς τέχνης Gal.15.159, 18(1).287.

Spanish (DGE)

-ον
I 1aislada πόλις Pl.Lg.951b, τὸ μὲν δύσκολον ... καὶ ἀνομίλητον Plu.2.50b.
2 ineducado οἰκέτης Luc.Merc.Cond.14.
3 que no tiene contacto con c. gen. ἀ. παιδείας Pl.Ep.332d, cf. Aristaenet.2.5.41, c. dat. τοῖς ἔργοις τῆς τέχνης Gal.15.159, 18(1).287.
II libre de ἀ. βεβήλων καὶ πονηρῶν λογισμῶν Mac.Aeg.M.34.937C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
insociable, sauvage.
Étymologie: , ὁμιλέω.

German (Pape)

ohne Verkehr mit Anderen, πόλις Plat. Legg. XII.951a; παιδείας, unbekannt mit Gelehrsamkeit, Ep. VII.332c; ungesellig, inhuman, οἰκέτης Luc. Merced. cond. 14.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομίλητος: (ῑ)
1 необщительный, нелюдимый, замкнутый (πόλις Plat.; οἰκέτης Luc.);
2 чуждающийся, чуждый (τινος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομίλητος: [ῑ], -ον, ὁ μὴ ἔχων κοινωνίαν μετ’ ἄλλων, ἀκοινώνητος, Πλάτ. Νόμ. 951Α, Πλούτ. 2. 50, κτλ. 2) μετὰ γεν., ἀνομίλητος παιδείας, ἄμοιρος παιδείας, ἀπαίδευτος, Πλάτ. Ἐπιστ. 332C, πρβλ. Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ μ. συν. 14. - Ἐπιρρ. -τως Ν. Χων. Θησ. ὀρθοδ. σ. 76, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

ἀνομίλητος, -ον (Α) ομιλώ
1. αυτός που δεν έχει συναναστροφές, ακοινώνητος
2. άσχετος προς κάτιἀνομίλητος παιδείας» — άμοιρος παιδείας, απαίδευτος
Πλάτων).

Greek Monotonic

ἀνομίλητος: [ῑ], -ον,
1. αυτός που δεν έχει επαφή με άλλους, ακοινώνητος, σε Πλάτ.
2. με γεν., ἀνομ. παιδείας, ο μη πεπαιδευμένος, αμόρφωτος, σε Λουκ.

Middle Liddell

1. having no communion with others, unsociable, Plat.
2. c. gen., ἀνομ. παιδείας unacquainted with education, Luc.